- αστόχως
- ἀστόχωςἄστοχοςmissing the mark: adverbialἄστοχοςmissing the mark: masc /fem acc pl (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… … Dictionary of Greek